αναψηλάφηση

αναψηλάφηση
Ένδικο μέσο στο οποίο υποβάλλονται οι οριστικές αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση. Η προθεσμία α. και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτός από εξαιρέσεις. Αν γίνει δεκτή η α., οδηγεί στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και στην επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση.
* * *
η (Μ ἀναψηλάφησις)
επανεξέταση, επανάληψη έρευνας
«αναψηλάφηση δίκης»
μσν.
αναζήτηση, έρευνα, εξέταση.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • αναψηλάφηση — η 1. επανεξέταση ενός ζητήματος: Ζήτησε αναψηλάφηση της υπόθεσής του. 2. (νομ.), έκτακτο ένδικο μέσο κατά τελεσίδικης δικαστικής απόφασης: Ο καταδικασμένος ζητά αναψηλάφηση της δίκης …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Βροντησίου, μονή — Ανδρικό μοναστήρι του νομού Ηρακλείου, το οποίο εξαρτάται από τη μητρόπολη Γορτύνης και Αρκαδίας. Γραπτές μαρτυρίες για την ύπαρξη του μοναστηριού υπάρχουν από το 1400. Το καθολικό, εκκλησία δίκλιτη, είναι αφιερωμένο στον άγιο Αντώνιο και στην… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Γραμματεία και Λογοτεχνία — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΟΓΡΑΦΙΑ H λέξη ιστορία συνδέεται ετυμολογικά με τη ρίζα Fιδ , η οποία σημαίνει «βλέπω», και υπό αυτή την έννοια ιστορία είναι η αφήγηση που προκύπτει από έρευνα βασισμένη στην προσωπική παρατήρηση. Τα κείμενα των αρχαίων… …   Dictionary of Greek

  • ένδικα μέσα — Τα δικαστικά μέσα που παρέχει ο νόμος σε ορισμένα πρόσωπα –διαδίκους ή τρίτους– τα οποία έχουν έννομο συμφέρον να προσβάλλουν τις αποφάσεις είτε στο ίδιο δικαστήριο που πήρε την απόφαση (ανακοπή, επανάληψη διαδικασίας, αναψηλάφηση) είτε σε άλλο… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”