- αναψηλάφηση
- Ένδικο μέσο στο οποίο υποβάλλονται οι οριστικές αποφάσεις που δεν μπορούν να προσβληθούν με ανακοπή ερημοδικίας ή έφεση. Η προθεσμία α. και η άσκησή της δεν αναστέλλουν την εκτέλεση της προσβαλλόμενης απόφασης, εκτός από εξαιρέσεις. Αν γίνει δεκτή η α., οδηγεί στην εξαφάνιση της προσβαλλόμενης απόφασης και στην επαναφορά των πραγμάτων στην πριν από την εκτέλεση κατάσταση.
* * *η (Μ ἀναψηλάφησις)επανεξέταση, επανάληψη έρευνας«αναψηλάφηση δίκης»μσν.αναζήτηση, έρευνα, εξέταση.
Dictionary of Greek. 2013.